- απανταχούσα
- απανταχούσα, η και πανταχούσα, η1. εγκύκλιος ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής.2. (μτφ.), μακρά και έντονη επιτίμηση: Πήρα σήμερα από το νομάρχη μιαν απανταχούσα που με στενοχώρησε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.