απανταχούσα

απανταχούσα
απανταχούσα, η και πανταχούσα, η
1. εγκύκλιος ανώτατης εκκλησιαστικής αρχής.
2. (μτφ.), μακρά και έντονη επιτίμηση: Πήρα σήμερα από το νομάρχη μιαν απανταχούσα που με στενοχώρησε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απανταχούσα — η 1. πατριαρχική εγκύκλιος 2. εγκύκλιος αρχιερέα ή ηγουμένου την οποία απευθύνει προς το ποίμνιο ή τους μοναχούς που ανήκουν στη δικαιοδοσία του 3. επιτιμητικό έγγραφο ή επιστολή 4. αυστηρή επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχού + (κατάλ.) σα κατά τα… …   Dictionary of Greek

  • πανταχούσα — η η απανταχούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απανταχούσα με σίγηση τού αρκτικού α ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”